βουμελία

From LSJ
Revision as of 20:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουμελία Medium diacritics: βουμελία Low diacritics: βουμελία Capitals: ΒΟΥΜΕΛΙΑ
Transliteration A: boumelía Transliteration B: boumelia Transliteration C: voumelia Beta Code: boumeli/a

English (LSJ)

ἡ, ash, Fraxinus excelsior, Thphr.HP3.11.4, 4.8.2 (v.l. βουμέλιος, ὁ).

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, eine Eschenart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βουμελία: ἡ, εἶδος μεγάλης μελίας, πελωρίας δρυός, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 11, 4., 4. 8, 2· -διάφ. γραφ. βουμέλιος, ὁ.

Greek Monolingual

βουμελία, η (Α)
είδος μεγάλης μελίης, φλαμουριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βου- επιτατικό (< βους) + μελία «φλαμουριά» (πρβλ. βουκόρυζα, βούπαις κ.ά.)].