ναυπηγέω

From LSJ
Revision as of 14:44, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγέω Medium diacritics: ναυπηγέω Low diacritics: ναυπηγέω Capitals: ΝΑΥΠΗΓΕΩ
Transliteration A: naupēgéō Transliteration B: naupēgeō Transliteration C: nafpigeo Beta Code: nauphge/w

English (LSJ)

A to be a shipbuilder, build ships, Ar.Pl.513, Pl.Alc.1.107c:—more freq. in Med., πλοῖα, νέας ναυπηγέεσθαι, build oneself ships, get them built, Hdt.2.96, 6.46, cf. Pl.l.c.; ἐπί τινι against others, Hdt.1.27; ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Th.1.31; τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα And.3.5, cf. Th. 6.90, D.17.28: pf. νεναυπήγημαι in med. sense, D.S.20.16:—Pass., of ships, to be built, Th.1.13 (v.l. ἐνναυπηγηθῆναι); ὁπόσα ἂν οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ X.Vect.4.35, cf. HG1.3.17, Plu.2.321d. II metaph. in Med., contrive, 'engineer', τὰ πάντα νεναυπηγημένη ἐπὶ ταῖς Ῥωμαίων τύχαις J.AJ19.2.4.

German (Pape)

[Seite 232] ein Schiffsbauer sein, Schiffe zimmern, bauen; Plat. Alc. I, 107 c; Pol. 1, 36, 8; pass., Xen. Hell. 1, 3, 11. – Gew. im med., ναῦς ναυπηγέεσθαι, Her. 1, 27. 2, 96. 6, 46; τριήρεις, Andoc. 3, 5; Plat. Menex. 245 a; πλοῖα, Dem. 17, 28; σκάφη, Pol. 1, 20, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγέω: κατασκευάζω πλοῖα, Ἀριστοφ. Πλ. 513, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 107C (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατ’ ἀπαρέμφ.)· συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ναῦς ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν πλοῖα, βάλλω νὰ κατασκευάσωσι δι’ ἐμὲ πλοῖα, ἀλλὰ συχν. ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 2. 96., 6. 46· ἐπί τινι, ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 1. 27· ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Θουκ. 1. 31· τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα Ἀνδοκ. 24. 7, πρβλ. Θουκ. 6. 90, Δημ. 219. 19: πρκμ. νεναυπήγημαι ἐν μέσ. σημασίᾳ, Διόδ. 20. 16 ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζομαι, Θουκ. 1. 13 (ἄλλ.: ἐνναυπηγηθῆναι): ὁπόσα ἂν ἢ οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ Ξεν. Πόροι 4. 35, πρβλ. Ἑλλην. 1. 3, 17· καὶ ἴδε ἐνναυπηγέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
Pass. ao. ἐναυπηγήθην, pf. part. νεναυπαγημένος;
construire un navire ou des vaisseaux, être constructeur de vaisseaux;
Moy. ναυπηγέομαι-οῦμαι;
1 construire des vaisseaux pour son usage;
2 faire construire des vaisseaux.
Étymologie: ναυπηγός.

Greek Monotonic

ναυπηγέω: (ναυπηγός), μέλ. -ήσω, κατασκευάζω πλοία, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., ναῦς ναυπηγέεσθαι, κατασκευάζω πλοία για τον εαυτό μου, αναθέτω την κατασκευή τους σε άλλον προς όφελός μου, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., λέγεται για πλοία, κατασκευάζομαι, ναυπηγούμαι, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ναυπηγέω: (преимущ. med.; ион. part. praes. med. ναυπηγεύμενος)
1) заниматься кораблестроением, строить суда Plat., Xen., Arph.;
2) (о кораблях) строить, сооружать (ναῦς Her.; πλοῖα Dem.; σκάφη Polyb.);
3) снаряжать (στόλον Plut.).

Middle Liddell

ναυπηγός
to build ships, Ar., Plat.: —Mid., ναῦς ναυπηγέεσθαι to build oneself ships, get them built, Hdt., attic:—Pass., of ships, to be built, Thuc., Xen.