υποκνίζω
From LSJ
Greek Monolingual
ΜΑ
μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.)
αρχ.
1. ξύνω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῖς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῦμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κνίζω «ξύνω, ερεθίζω, ενοχλώ»].