ἐναλλοιόω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
alter, PSI5.483 (iii B.C.):—Pass., Ph.2.659, Herm. ap.Stob.3.11.31.
German (Pape)
[Seite 826] verändern, Philo.
Spanish (DGE)
1 cambiar, transformar, alterar τὴν τοῦ γεννωμένου τύχην Vett.Val.235.7, τάξιν Paul.Al.67.4, en v. pas. τὴν δὲ θέαν εἴδομεν ἐνηλλοιωμένην τοῖς ἡμετέροις ὀφθαλμοῖς de la transfiguración de Cristo A.Thom.A 143, (ἀήρ) τῷ καθαρῷ τοῦ αἰθέρος ἐναλλοιούμενος aire transformado por la influencia purificante del éter Gr.Nyss.Virg.295.7.
2 intr. en v. med. alterarse, modificarse, cambiar τὰ δὲ ἐνθάδε ... διαλυτὰ τρεπτά, ἀεὶ ἐναλλοιούμενα las cosas de aquí (de la tierra) disolubles, mutables, siempre cambiando, Corp.Herm.Fr.2a.9, c. εἰς y ac. ἡ διαλυτὴ ὕλη εἰς τὰ ἐναντία ἐναλλοιοῦται Corp.Herm.Fr.11.2.34.