μαντρί
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
Greek Monolingual
το (Μ μανδρί και μαντρί) μάντρα
περιφραγμένος τόπος για σταβλισμό κτηνών, στάνη, ποιμνιοστάσιο
μσν.
1. κοπάδι, ποίμνιο
2. οι πιστοί, ομάδα πιστών
3. ναός.
Translations
Bulgarian: кошара; Chinese Mandarin: 羊圈; Dutch: schapenstal, schaapskooi; English: sheep pen, sheep-pen, pen, pen for sheep, enclosure for sheep, sheepcote, sheepfold, fold; French: bergerie; German: Schafstall, Schafhürde; Gothic: 𐌰𐍅𐌹𐍃𐍄𐍂; Greek: στάνη, μαντρί, στρούγκα, μάντρα, ποιμνιοστάσιο, προβατοστάσιο; Ancient Greek: προβατοστάσιον, προβατών, προβατεών; Irish: cró caorach; Italian: ovile; Japanese: 羊小屋; Latin: ovile; Macedonian: трло; Polish: owczarnia; Portuguese: aprisco, redil; Romanian: stână, țarc, oierie; Russian: овчарня, загон для овец, кошара; Spanish: aprisco, majada, redil; Volapük: jipacek; Welsh: corlan