ἐρυθρόδανον

From LSJ
Revision as of 15:34, 4 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθρόδᾰνον Medium diacritics: ἐρυθρόδανον Low diacritics: ερυθρόδανον Capitals: ΕΡΥΘΡΟΔΑΝΟΝ
Transliteration A: erythródanon Transliteration B: erythrodanon Transliteration C: erythrodanon Beta Code: e)ruqro/danon

English (LSJ)

τό, = ἐρευθέδανον, Dsc.3.143: ἐρυθρόδανος, ἡ, Plin. HN 24.94 (v.l.); madder, rose madder, common madder, dyer's madder, Rubia tinctorum, Rubia tinctoria; cf. ἐρυθρύδανον.

German (Pape)

[Seite 1036] τό, Färberröthe, Krapp, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόδᾰνον: τό, τὸ «ῥιζάρι», Λατ. Rubia tinctorum, Rubia tinctoria, Διοσκ. 3. 150˙ ἐρυθρόδανος, ἡ, Πλίν. 24. 56.

Greek Monolingual

ερυθρόδανο, το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον
Α και ἐρυθρόδανος, ἡ
Μ και ἐρυθρύδανον, το)
1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, της οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα του οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία
2. το κόκκινο χρώμα της ρίζας του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -δανον ή -δανός, το οποίο αποτελεί παρέκταση του ονοματικού επιθήματος -δών, -δονος (πρβλ. αλγηδών, τερηδών κ.ά.)].