τήλιστος

From LSJ
Revision as of 10:39, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τήλιστος Medium diacritics: τήλιστος Low diacritics: τήλιστος Capitals: ΤΗΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: tḗlistos Transliteration B: tēlistos Transliteration C: tilistos Beta Code: th/listos

English (LSJ)

η, ον, (τηλοῦ) Sup. without Posit. or Comp . . farthest, most remote, Parth.Fr.8 (-ίτων codd. St. Byz.), v.l. (ap.Eust.) for τρίλλιστος in D.P.485: neut. τήλιστα as adverb, farthest, Orph.A.181; cf. τηλωπός) 1.

German (Pape)

[Seite 1107] einzeln stehender superl. zu τηλοῦ, der Fernste, u. adv. τήλιστον u. τήλιστα, in weitester

Greek (Liddell-Scott)

τήλιστος: -η, -ον, (τηλοῦ) ὑπερθετ. ἄνευ θετικοῦ ἢ συγκρ. ἐν χρήσει, μακρότατα ἀπέχων, ἀπώτατος, διάφ. γραφ. παρὰ Διον. Π. 485, ἀντὶ τρίλλιστος· οὐδ. τήλιστον, τήλιστα, ὡς ἐπίρρ., πορρωτάτω, Ὀρφ. Ἀργ. 179. 1186.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
πάρα πολύ μακρινός, απώτατος.
επίρρ...
τήλιστα Α
πολύ μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τήλιστα < τῆλε, κατά το ἄγχ-ιστα, ενώ, το επίθ. τήλιστος σχηματίστηκε από το επίρρ.].