σκιαδηφόρος

From LSJ
Revision as of 19:53, 7 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾰδηφόρος Medium diacritics: σκιαδηφόρος Low diacritics: σκιαδηφόρος Capitals: ΣΚΙΑΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: skiadēphóros Transliteration B: skiadēphoros Transliteration C: skiadiforos Beta Code: skiadh/foros

English (LSJ)

(parox.), ον, (σκιάς) A carrying a sunshade, of the daughters of μέτοικοι at Athens, who carried sunshades for the κανηφόροι in the Panathenaic procession, v.l.ib.134 (but σκιαδοφόροι ib.174). II generally, shading, shady, Ael.NA16.18.

German (Pape)

[Seite 897] 1) den Sonnenschirm tragend, Poll. 7, 134. – 2) ein Schirmdach tragend, u. übh. Schatten gebend, δένδρα Ael. H. A. 16, 18.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾰδηφόρος: -ον, (σκιὰς) ὁ φέρων σκιάδειονἀνθήλιον, ἐκαλοῦντο δὲ οὕτως αἱ θυγατέρες τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι σκιάδεια καὶ σκιάζωσι τὰς κανηφόρους κατὰ τὴν πομπήν, Πολυδ. Ζ΄, 134 (ἀλλ’ αὐτόθι 174, σκιαδοφόροι)· πρβλ. σκαφηφόρος. ΙΙ. καθόλου, ὁ σκέπων, σκιάζων, σκιερός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des rameaux en ombelle.
Étymologie: σκιάς, φέρω.

Greek Monolingual

-α, -ο / σκιαδοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α
αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης κορνώδη, με 275 περίπου γένη και 2.850 περίπου είδη, κύριο χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η διάταξη τών ανθέων τους σε απλά ή σύνθετα σκιάδια, αλλ. απιίδες
αρχ.
1. σκιερός
2. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ σκιαδοφόροι
χαρακτηρισμός τών θυγατέρων τών μετοίκων οι οποίες ονομάστηκαν έτσι επειδή έφεραν σκιάδια για να κάνουν σκιά στις κανηφόρους ιέρειες κατά την πομπή τών Παναθηναίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάς, -άδος / σκιάδιο(ν) + -φόρος].