ευπορώ

From LSJ
Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source

Greek Monolingual

-έω (ΑΜ εὐπορῶ) εύπορος
είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση
μσν.-αρχ.
1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» — έχω πάρα πολλά να πω
γ. «τοῦτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την απάντηση)
2. έχω, μπορώ να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῦσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)
αρχ.
1. επιτυγχάνω κάτι
2. διαρκώ, διατηρούμαι με επιτυχίαὅθενπόλεμος εὐπορεῖ», Θουκ.)
3. παρέχω, χορηγώ («εὐπορῶ δέκα μνᾱς τινι»)
4. (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή γνώση κάποιου θέματος.