κυοφορώ

From LSJ
Revision as of 10:05, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source

Greek Monolingual

(AM κυοφορῶ, -έω) κυοφόρος
1. έχω στην κοιλιά μου έμβρυο, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («αὕτη ἡ νοῦσος ἐπὴν κυοφοροῦσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.)
2. φέρω κάτι μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση (α. «η κατάσταση κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῖ καὶ ὠδίνει καὶ ἀποτίκτει πολλὰ ἡ διάνοια», Φίλ.)
νεοελλ.
σκέφτομαι, έχω στο νου μου, μελετώ, σχεδιάζω.