ἄδραστος

From LSJ
Revision as of 16:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδραστος Medium diacritics: ἄδραστος Low diacritics: άδραστος Capitals: ΑΔΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: ádrastos Transliteration B: adrastos Transliteration C: adrastos Beta Code: a)/drastos

English (LSJ)

Ion. ἄδρηστος, ον, A not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.4.142, PLond.2.251.14 (iv A. D.): metaph., χαλκός D.Chr.37.10.—In Il. only as pr. n.

German (Pape)

[Seite 37] richtiger ἄδρατος, ungethan, VLL. ion. ἄδρηστος, unentrinnbar, unvermeidlich, Sp. Bei Her. ἀνδράποδα φιλοδέσποτα καὶ ἄδρηστα, die nicht zum Entlaufen geneigt sind, 4, 142.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδραστος: Ἰων. ἄδρηστος, ον, (διδράσκω) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. Ἀδράστεια.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cherche pas à fuir.
Étymologie: , διδράσκω.

Spanish (DGE)

v. ἄδρατος.
-ον
• Alolema(s): jón. ἄδρησ-
I 1que no huye de esclavos, Hdt.4.142, SB 6016.26 (II d.C.), 8007.5 (IV d.C.), PAbinn.64.14 (IV d.C.), ἀνδράποδα χρηστὰ καὶ ἄδραστα de los jonios, Plu.2.174e.
2 que no se mueve de una escultura, Fauorin.Cor.10.
II adv. -ως sin huir, PMasp.120re.6 (VI d.C.).

Greek Monotonic

ἄδραστος: Ιων. ἄ-δρηστος, -ον (διδράσκω), αυτός που δεν αποδιδράσκει, που δεν προτίθεται να αποδράσει, λέγεται για δούλους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄδραστος: ион. ἄδρηστος 2 не склонный к бегству (ἀνδράποδα Her., Plut.).

Middle Liddell

διδράσκω
not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.