ἐπαύλιον

From LSJ
Revision as of 15:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαύλιον Medium diacritics: ἐπαύλιον Low diacritics: επαύλιον Capitals: ΕΠΑΥΛΙΟΝ
Transliteration A: epaúlion Transliteration B: epaulion Transliteration C: epaylion Beta Code: e)pau/lion

English (LSJ)

τό, Dim. of sq. 2, SIG344.98 (Teos, iv B.C.), OGI765.13 (Priene), Call.Fr.131.4, Plb.4.4.1, Plu.2.508d, Alciphr. Fr.6.4. II τὰ ἐπαύλια or ἡ ἐπαυλία (sc. ἡμέρα) the day after the wedding, Id.3.49, Poll.3.39, Hsch., Suid.; also, presents given to the bride, Poll. l.c. III ἐπαύλιος· ἡ τῆς αὐλῆς ὁδός, Suid., Zonar.

German (Pape)

[Seite 906] τό, dim. zu ἔπα υλις, – 1) kleines Landgut; Aesch. ep. 9; Pol. 4, 4, 1; Plut. Mar. 35 u. öfter; Agath. 37 (VI, 791. – 2) τὰ ἐπαύλια, VLL., Alciphr. 3, 49, bei Hesych. auch ἡ ἐπαυλία, der Tag nach der Hochzeit, an dem die Braut zum ersten Male in dem Hause des Bräutigams schlief. ἔπαυλις, εως, ἡ, ein Landgut, Sp., wie Plut. Pomp. 24 Poplic. 5; D. Sic. 12, 43; Ath. V, 215 a; Meierei u. übh. = ἔπαυλος; von den Ställen des Augias, Schol. Il. 2, 629; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις ὁμοῦ ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν Pol. 5, 35, 13; τὴν ἔπαυλιν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῇ τῶν ἐναντίων στρατοπεδείᾳ, sein Lager aufschlagen, sein Quartier nehmen, id. 16, 15, 5, wie Plat. Alc. II, 149 c.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit bien de campagne.
Étymologie: dim. de ἔπαυλις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαύλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 131. 4 (Σουΐδ. ἐν λ.), Πολύβ. 4. 4, 1, κτλ. ΙΙ. τὰ ἐπαύλια ἢ ἡ ἐπαυλία (ἐνν. ἡμέρα), ἡ μετὰ τὸν γάμον ἡμέρα, Λατ. nepotia, Ἀλκίφρων 3. 4, Πολυδ. Γ΄, 39· «ἐπαύλια (-ία)· ἡ δευτέρα τῶν γάμων ἡμέρα οὕτως καλεῖται, ἐν ᾗ κομίζουσι δῶρα οἱ οἰκεῖοι τῷ γεγαμηκότι καὶ τῇ νύμφῃ» Ἡσύχ. 2) τὰ ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοῖς νεονύμφοις προσφερόμενα δῶρα, L. Deubner Arch. Fabrbuch XVI (1900) σ. 144 - 154· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 489, καὶ πρβλ. ἀπαύλια, προαύλια.

Greek Monolingual

ἐπαύλιον, το (Α) έπαυλις
1. μικρή έπαυλη
2. (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) τὰ ἐπαύλια ή ἡ ἐπαυλία
α) η επόμενη ημέρα του γάμου
β) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς της νύφης την επόμενη ημέρα του γάμου.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαύλιον: ου τό небольшое имение Aeschin., Polyb., Plut., Anth.