ληπτικός

From LSJ
Revision as of 16:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτικός Medium diacritics: ληπτικός Low diacritics: ληπτικός Capitals: ΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lēptikós Transliteration B: lēptikos Transliteration C: liptikos Beta Code: lhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A disposed to accept, Arist.EN1120b15. II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.

German (Pape)

[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.

Greek Monolingual

ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.

Greek Monotonic

ληπτικός: -ή, -όν (λαμβάνω), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ληπτικός:
1) умеющий приобретать, стяжательный (μήτε λ. μήτε φυλακτικός Arst.);
2) вбирающий, втягивающий (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).

Middle Liddell

ληπτικός, ή, όν λαμβάνω
disposed to accept, Arist.