δυσνίκητος

From LSJ
Revision as of 23:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσνίκητος Medium diacritics: δυσνίκητος Low diacritics: δυσνίκητος Capitals: ΔΥΣΝΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dysníkētos Transliteration B: dysnikētos Transliteration C: dysnikitos Beta Code: dusni/khtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, hard to conquer, ἔρως J.AJ18.1.6, cf. Plu.Comp.Pel.Marc.2, D.C.43.28.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu besiegen; Plut. Pelop. 2 Marc. 2; ἔρως Mel. 52 (V, 179).

Greek (Liddell-Scott)

δυσνίκητος: [ῑ], -ον, δυσκατάβλητος, δυσκολονίκητος, Πλούτ. Συγκρ. Πελοπ. Μαρκ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à vaincre.
Étymologie: δυσ-, νικάω.

Greek Monolingual

δυσνίκητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα νικιέται.

Greek Monotonic

δυσνίκητος: -ον (νῑκάω), δύσκολος να τον κατακτήσει κάποιος, δυσκολονίκητος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσνίκητος: (ῑ)
1) труднопобедимый (Πελοπίδας Plut.; ἔρως Anth.);
2) непреклонный (ἡ τοῦ Ἀλεξάνδρου φύσις Plut.).

Middle Liddell

δυσ-νίκητος, ον [νῑκάω]
hard to conquer, Plut.