παραπαιδαγωγέω

From LSJ
Revision as of 10:27, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπαιδᾰγωγέω Medium diacritics: παραπαιδαγωγέω Low diacritics: παραπαιδαγωγέω Capitals: ΠΑΡΑΠΑΙΔΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: parapaidagōgéō Transliteration B: parapaidagōgeō Transliteration C: parapaidagogeo Beta Code: parapaidagwge/w

English (LSJ)

A help to train or form, Plu.2.321b. II improve, reform gradually, π. καὶ μεθαρμόττειν Luc.Nigr.12.

German (Pape)

[Seite 492] anders erziehen, gew. etwas Schlimmes, Verdorbenes allmälig abändern und verbessern, auch abmahnen, καὶ μεθαρμόττειν καὶ πρὸς τὸ καθαρὸν τῆς διαίτης μεθιστάναι, Luc. Nigr. 13; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραπαιδᾰγωγέω: βοηθῶ εἰς παιδαγώγησιν ἢ μόρφωσιν, Πλούτ. 2. 321B· ἐπιτεταμ., π. μὴ ἁμαρτάνειν Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. βαθμηδὸν μεταβάλλω ὅ,τι κακόν, μεθαρμόττουσι καὶ παραπαιδαγωγοῦσι Λουκ. Νιγρῖν. 12

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aider à élever, à former;
2 améliorer peu à peu par l'éducation.
Étymologie: παρά, παιδαγωγέω.

Greek Monotonic

παραπαιδᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ να εκπαιδευθεί κάποιος ή να ασκηθεί· διαπλάθω, μορφοποιώ βαθμιαία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

παραπαιδᾰγωγέω:
1) содействовать воспитанию, помогать устраивать (τὴν πολιτείαν Plut.);
2) перевоспитывать (π. καὶ μεθαρμόττειν Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-παιδαγωγέω corrigeren, verbeteren.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help to train: to reform gradually, Luc.