ὑψίκρημνος
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ον, A with high crags, Μίμας Hom.Epigr.6.5. II built on a high crag, πόλισμα A.Pr.421 (lyr.), cf. Fr.32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti sur une hauteur escarpée.
Étymologie: ὕψι, κρημνός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. ὑψηλόκρημνος. ΙΙ. ἐπὶ πόλεων, ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, πόλισμα Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος
2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»].
Greek Monotonic
ὑψίκρημνος: -ον, I. αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για βουνό, σε Επιγρ. Ομηρ.
II. λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη περιοχή, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίκρημνος:
1) с высокими кручами, обрывистый (Μίμας Hom.);
2) расположенный на высокой скале (πόλισμα Aesch.).
Middle Liddell
ὑψί-κρημνος, ον,
I. with high crags, of a mountain, Hom. Epigram.
II. of towns, built on a high crag, Aesch.