δυσαπολόγητος
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ον, hard to defend or excuse, Plb. 1.10.4, cf. Ph.1.562, J.AJ16.4.2; hard to answer, Aristeas 213; hard to explain, Str.4.1.7. Adv. -τως, ἔχειν Eust.147.23.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu vertheidigen, zu entschuldigen, Pol. 1, 10, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπολόγητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ ὑπερασπίσῃ τις, ἁμαρτία Πολύβ. 1. 10, 4. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. 147. 23.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de explicar δυσαπολόγητον ἠρώτηκας πρᾶγμα Aristeas 213, τὸ ἄπορον Ph.1.562, cf. Str.4.1.7.
2 difícil de defender o excusar ἁμαρτία Plb.1.10.4, cf. I.AI 16.101.
II adv. -ως difícilmente explicable αἰτίας ἔχουσι Eust.147.23.
Greek Monolingual
δυσαπολόγητος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τον υπερασπίσουν
2. αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να απαντήσει
3. αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, δυσερμήνευτος.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπολόγητος: который трудно оправдать, непростительный (ἁμαρτία Polyb.).