πολεμαρχέω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
to be polemarch, Ἀθηναίων Hdt.6.109, cf. Cratin.458 (= Com.Adesp.51), X.HG5.2.25; Boeot. πολεμαρχίω IG7.4127 (Acraeph.), etc.
German (Pape)
[Seite 653] den Krieg anfangen, anführen, bes. πολέμαρχος sein; Her. 6, 109; Xen. Hell. 5, 2, 25; Pol. 4, 18, 4; Plut. Pelop. 7.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμαρχέω: εἶμαι πολέμαρχος, Ἡρόδ. 6. 109, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 25· ― Δωρ. πολεμαρχίω, Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1573-4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être polémarque.
Étymologie: πολέμαρχος.
Greek Monotonic
πολεμαρχέω: είμαι πολέμαρχος, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολεμαρχέω: исполнять обязанности полемарха, быть полемархом Her., Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεμαρχέω [πολέμαρχος] Ion. inf. πολεμαρχέειν, polemarch zijn.
Middle Liddell
πολεμαρχέω,
to be Polemarch, Hdt., Xen. [from πολέμαρχος