ἐγκαταγέλαστος
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
German (Pape)
[Seite 705] = καταγ., welches Bekk. Aesch. 3, 76 hergestellt hat.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exposé aux risées, ridicule.
Étymologie: ἐν, καταγέλαστος.
Spanish (DGE)
-ον
ridículo, risible de pers. A.Mart.10.18.14.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταγέλαστος: смехотворный, смешной (ἐγκαταγέλαστον ποιεῖν τι Aeschin. - v. l. καταγέλαστος).