ὑπονοσέω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
to be somewhat affected (by illness), of the spleen. Hp. Morb.4.57; sicken, of a person, Id.Epid.1.3, Luc.Tox.29, Merc. Cond.42.
German (Pape)
[Seite 1227] ein wenig kränkeln, anfangen zu erkranken, Luc. Tox. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονοσέω: εἶμαι νοσώδης, νοσῶ ὀλίγων, Ἱππ. 514. 51, Λουκ. Τόξαρ 29· τὸ μὲν οὖν ὅλον ὑπενόσεον οἱ φθινώδεες οὐ τὸν φθινώδεα τρόπον Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 941.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être un peu malade ; en gén. être malade.
Étymologie: ὑπό, νοσέω.
Greek Monotonic
ὑπονοσέω: μέλ. -ήσω, είμαι κάπως άρρωστος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονοσέω: прихварывать, недомогать Luc.