γονυκαμψεπίκυρτος
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
ον, twisting the knee awry, of the gout, Luc.Trag. 203.
German (Pape)
[Seite 502] das Knie ganz krumm biegend, ποδάγρα Luc. Tragodop. 202.
Greek (Liddell-Scott)
γονῠκαμψεπίκυρτος: -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, ποδάγρα Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, αὐτόθι 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui courbe et raccourcit les genoux (la goutte).
Étymologie: γόνυ, κάμπτω, ἐπίκυρτος.
Spanish (DGE)
-ον retuercerrodillas Ποδάγρα Luc.Trag.203.
Greek Monolingual
γονυκαμψεπίκυρτος, -ον (Α)
(για την ποδάγρα) που στραβώνει το γόνατο.
Russian (Dvoretsky)
γονυκαμψεπίκυρτος: искривляющий колени (ποδάγρα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γονυκαμψεπίκυρτος -ον γόνυ, κάμπτω, ἐπίκυρτος kom. woordvorming die knieën scheefdraait. Luc. 69.203 (van jicht).