διευρύνω
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
dilate, in Pass., Hp.Morb.4.52, Aen.Tact.31.12, Arist. de An.422a3.
Greek (Liddell-Scott)
διευρύνω: εὐρύνω λίαν, Ἱππ. 510. 8, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 9, 13.
Spanish (DGE)
dilatar τὸ ἔντερον Arist.HA 600b12, τὴν ἀρτηρίαν Porph.in Harm.63.4, τὸ στόμα τῆς μήτρας Paul.Aeg.6.74.2
•en v. med.-pas. dilatarse ἡ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἰκμάς Hp.Morb.4.52, cf. Loc.Hom.21, τὰ φλέβια Arist.de An.422a3, ἡ γογγυλίς Thphr.CP 5.6.9, ἡ κύστις Aen.Tact.31.12, ἡ κόρη Gal.3.783, Aët.7.58, οἱ πόροι Sor.81.23.
Greek Monolingual
(AM διευρύνω) ευρύνω
πλαταίνω, διανοίγω, επεκτείνω
μσν.
αναπτύσσω με λεπτομέρειες, επεξηγώ.
Russian (Dvoretsky)
διευρύνω: расширять (τὸ ἔντερον, διευρυνομένων τῶν πόρων Arst.).