δρωπακίζω
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
apply a depilatory, δ. μέλιτι Orib.Eup.4.7:—Med., Arr.Epict.3.22.10, Hierocl.Facet.64:—Pass., Luc.Demon.50.
German (Pape)
[Seite 670] die Haare durch aufgestrichenes Pech ausziehen; Suid.; Luc. Demon. 50. Vgl. πιττόω.
Greek (Liddell-Scott)
δρωπᾰκίζω: μαδῶ τὰς τρίχας διὰ πεπισσωμένου ἐμπλάστρου, Λουκ. Δημών. 50· δρωπᾰκισμός, ὁ, ἡ τοιαύτη τῶν τριχῶν ἀπόσπασις· μάδημα τῶν τριχῶν διὰ δρώπακος, πίττωσις Διοσκ.· δρωπᾰκιστός, ή, όν, χρησιμεύων πρὸς μάδησιν τῶν τριχῶν, ψιλωτικός, Γαλην. 12, 103.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. Pass. δρωπακισθῆναι;
épiler en se servant de l’onguent δρῶπαξ.
Spanish (DGE)
aplicar un emplasto depilatorio o dropacismo como tratamiento médico y cosmético, depilar μέλιτι Orib.Eup.4.7.6, cf. Archig. en Gal.12.799, Phryn.384, en v. pas. Arr.Epict.3.22.10, Archig. en Gal.12.801, Luc.Demon.50
•gener. cortar, arrancar Hdn.Epim.24, Sud.
•en v. med. depilarse Hierocl.Facet.64, Phot.δ 780.
Greek Monolingual
δρωπακίζω (AM)
μαδώ τις τρίχες με αποτριχωτική αλοιφή.
Greek Monotonic
δρωπᾰκίζω: μέλ. -σω, ξεριζώνω, μαδώ τα μαλλιά με έμπλαστρα από πίσσα, κάνω αποτρίχωση, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δρωπᾰκίζω: удалять волосы дропаком Luc.
Middle Liddell
δρωπᾰκίζω, fut. -σω
to get rid of hair by pitch-plasters, Luc. [from δρῶπαξ