εὐποίκιλος
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ον, variegated, ἄνθος AP6.154 (Leon. or Gaet.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, πολυποίκιλος, εὐποίκιλον ἄνθος ὀπώρης Ἀνθ. Π. 6. 154. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fortement tacheté.
Étymologie: εὖ, ποικίλος.
Greek Monolingual
εὐποίκιλος, -ον (ΑΜ)
πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.
Greek Monotonic
εὐποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐποίκῐλος: очень пестрый (ἄνθος Anth.).
Middle Liddell
εὐ-ποίκῐλος, ον
much varied, variegated, Anth.