μειόνως
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
μειότερος, v. μείων.
German (Pape)
[Seite 116] adv. von μείων, weniger, zu wenig, ἔχειν, Soph. O. C. 104, zu gering sein, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
μειόνως: μειότερος, ἴδε ἐν λέξ. μείων.
French (Bailly abrégé)
adv.
moins, trop peu.
Étymologie: μείων.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μειόνως: μειότερος, βλ. μείων.
Russian (Dvoretsky)
μειόνως: слишком мало Soph.