παλινόρμενος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
η, ον, A rushing back, Il.11.326 (better divisim).
German (Pape)
[Seite 450] zurückeilend, zurückkehrend, Il. 11, 324.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλῐνόρμενος: -η, -ον, ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁρμῶν, Ἰλ. Λ. 326· πρβλ. παλίνορσος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'élance en arrière, qui revient sur ses pas, qui recule.
Étymologie: πάλιν, ὄρνυμαι.
English (Autenrieth)
rushing back, Il. 11.326†. Better written as two words.
Greek Monolingual
παλινόρμενος, -ένη, -ον (Α)
αυτός που όρμησε προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὄρμενος, μτχ. αορ. τοὐ ὄρνυμαι «ορμώ»].
Greek Monotonic
πᾰλῐνόρμενος: -η, -ον, ορμώμενος προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλῐνόρμενος: стремительно повернувшийся назад Hom.