συμπαρατρέχω

From LSJ
Revision as of 18:48, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρατρέχω Medium diacritics: συμπαρατρέχω Low diacritics: συμπαρατρέχω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: symparatréchō Transliteration B: symparatrechō Transliteration C: symparatrecho Beta Code: sumparatre/xw

English (LSJ)

run alongside with, Plu.Cat.Ma.5, Arat.7.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέχω), mit, zugleich nebenher laufen, Plut. Cat. mai. 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέχω: παρατρέχω, δηλ. τρέχω ὁμοῦ ἐκ παραλλήλου μετά τινος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5. κτλ.

French (Bailly abrégé)

courir ensemble à côté de.
Étymologie: σύν, παρατρέχω.

Greek Monolingual

Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαρατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω μαζί με κάποιον, στο πλάι του, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρατρέχω: бежать рядом (τινί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρατρέχω meerennen naast, met dat.

Middle Liddell

fut. -δρᾰμοῦμαι
to run along with, Plut.