οὐδετέρωσε

From LSJ
Revision as of 10:39, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδετέρωσε Medium diacritics: οὐδετέρωσε Low diacritics: ουδετέρωσε Capitals: ΟΥΔΕΤΕΡΩΣΕ
Transliteration A: oudetérōse Transliteration B: oudeterōse Transliteration C: oudeterose Beta Code: ou)dete/rwse

English (LSJ)

Adv. to neither of two sides, neither way, οὐδ' ἄρα τε προκυλίνδεται οὐ. Il.14.18; οὐ. κλινόμενος Thgn.945; οὐ. ῥέπει Str.2.1.11. (Perh. οὐδ' ἑτέρωσε shd. be written everywhere.)

German (Pape)

[Seite 410] nach keiner von beiden Seiten hin, Il. 14, 18, von Bekker getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδετέρωσε: Ἐπίρρ., πρὸς οὐδέτερον μέρος, οὔτε πρὸς τὸ ἓν οὔτε πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, οὐδ’ ἄρα τε προκυλίνδεται οὐδετέρωσε Ἰλ. Ξ. 18· εἶμι παρὰ στάθμην ὀρθὴν ὁδόν, οὐδετέρωσε κλινόμενος Θέογν. 945· οὐδ. ῥέπει Στράβ. 71.

French (Bailly abrégé)

adv.
ni vers l’un ni vers l’autre des deux côtés.
Étymologie: οὐδέτερος, -σε.

English (Autenrieth)

in neither direction, Il. 14.18†.

Greek Monolingual

οὐδετέρωσε (Α)
επίρρ. ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος, προς κανένα από τα δύο μέρη («οὐδετέρωσε ῥέπει», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδετέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδετέρω-σε)].

Greek Monotonic

οὐδετέρωσε: επίρρ., σε καμία από τις δύο πλευρές, με κανέναν από τους δύο τρόπους, σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

οὐδετέρωσε: adv. тж. раздельно ни в одну (из обеих) сторону, ни туда, ни сюда (προκυλίνδεσθαι Hom.).

Middle Liddell


to neither of two sides, neither way, Il., Theogn.