συστρατηγέω

From LSJ
Revision as of 09:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρᾰτηγέω Medium diacritics: συστρατηγέω Low diacritics: συστρατηγέω Capitals: ΣΥΣΤΡΑΤΗΓΕΩ
Transliteration A: systratēgéō Transliteration B: systratēgeō Transliteration C: systratigeo Beta Code: sustrathge/w

English (LSJ)

A to be a fellow-general, D.19.191, Plu.Per.8. II trans., help in procuring, τῷ πατρὶ τὴν κάθοδον Str.6.1.8.

German (Pape)

[Seite 1045] mit Feldherr sein, mit, zugleich befehligen, Dem. 19, 191.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 commander une armée avec un autre, être le lieutentnant général de, gén.;
2 préparer ensemble par des ruses et des intrigues.
Étymologie: συστρατηγός.

Greek (Liddell-Scott)

συστρᾰτηγέω: εἶμαι συστράτηγός τινος, μετὰ γεν. προσ., τινὸς Δημ. 401. 2, Πλούτ. ΙΙ. μεταβ., ἐνεργῶ μετά τινος ὡς συστράτηγος, τὴν κάθοδόν τινι Στράβ. 259.

Greek Monotonic

συστρᾰτηγέω: μέλ. -ήσω, είμαι συστράτηγος κάποιου, φέρω από κοινού με κάποιον το αξίωμα του στρατηγού, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συ-στρατηγέω mede-aanvoerder zijn, medegeneraal zijn.

Russian (Dvoretsky)

συστρᾰτηγέω: совместно командовать войсками, быть помощником в командовании (τινος Dem.).

Middle Liddell


to be the fellow-general of, τινός Dem.