ἐπίρρικνος

From LSJ
Revision as of 15:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρικνος Medium diacritics: ἐπίρρικνος Low diacritics: επίρρικνος Capitals: ΕΠΙΡΡΙΚΝΟΣ
Transliteration A: epírriknos Transliteration B: epirriknos Transliteration C: epirriknos Beta Code: e)pi/rriknos

English (LSJ)

ον, 'fine', wiry, σκέλη X.Cyn.4.1 (περικνά codd.), Poll. 5.58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu ramassé sur soi-même, un peu grêle.
Étymologie: ἐπί, ῥικνός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρικνος: -ον, ῥυτιδώδης, Ξεν. Κυν. 4, 1.

Greek Monolingual

ἐπίρρικνος, -ον (Α) ρικνός
αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐπίρρικνος: -ον, ρυτιδιασμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίρρικνος: несколько сухопарый, худощавый (σκήλη Xen.).

Middle Liddell

ἐπίρ-ρικνος, ον
shrunk up, Xen.