καθαρειότης

From LSJ
Revision as of 20:04, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαρειότης Medium diacritics: καθαρειότης Low diacritics: καθαρειότης Capitals: ΚΑΘΑΡΕΙΟΤΗΣ
Transliteration A: kathareiótēs Transliteration B: kathareiotēs Transliteration C: kathareiotis Beta Code: kaqareio/ths

English (LSJ)

later καθαριότης, -ητος, ἡ, cleanliness, neatness, Hdt. 2.37, X. Mem. 2.1.22; purity, διαφέρειὄψις ἁφῆς καθαρειότητι Arist. EN 1176a1, cf. 1177a26; τοῦ ἀέρος Thphr. Sens. 48; purity of language, Plu. Lyc. 21, S.E. M. 1.176.
scrupulousness, moral integrity, IG 4.1 (Aegina, ii BC), OGI 339.14 (Sestos, ii BC).
elegance, refinement, τῇ κ. Κυπρίους… [ὑπερέβαλε] Duris 10J.; opp. περιεργία, Plu. 2.693b, cf. 142a, Crass. 3; opp. λιτότης, Hierocl. in CA 17 p. 457M.; also, simplicity, frugality, τῆς διαίτης Plu. 2.644c; economy of movement in a surgeon's hand, ib. 67e.

German (Pape)

[Seite 1281] ητος, ἡ, = καθαριότης, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθαρειότης: ἡ, = καθαριότης, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2139b. 9, Εὐστ. Πονημάτ. 279. 11.

Greek Monolingual

καθαρειότης, ἡ (Α)
βλ. καθαριότητα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαρειότης en καθαριότης -ητος, ἡ [καθάρειος] reinheid, netheid:. περιτάμνονται καθαρειότητος εἵνεκεν zij laten zich besnijden voor de hygiëne Hdt. 2.37.2. aantrekkelijkheid, charme:. ἡ δ’ εὐτέλεια τὴν καθαριότητα... ἡδίονα πολυτελοῦς εἶχε de eenvoud (van de maaltijd) had een charme die aangenamer was dan een duur maal Plut. Crass. 3.1.