παραβλώψ

From LSJ
Revision as of 07:48, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβλώψ Medium diacritics: παραβλώψ Low diacritics: παραβλώψ Capitals: ΠΑΡΑΒΛΩΨ
Transliteration A: parablṓps Transliteration B: parablōps Transliteration C: paravlops Beta Code: parablw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, A looking askance, squinting, παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ Il.9.503, AP11.361 (Autom.); π. ὀφθαλμοί Luc.Ind.7; of a person, Ael.Fr.325; also π. Λιταί Corn.ND12. 2 blind, PLond. 1821.265. (From παραβλέπω, as κλώψ from κλέπτω.)

German (Pape)

[Seite 472] ῶπος, seitblickend, schielend; παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ, Il. 9, 503; auch παραβλῶπες ὀφθαλμοί, Luc. adv. ind. 7; Sp.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
qui regarde de travers, louche.
Étymologie: παραβλέπω.

Greek (Liddell-Scott)

παραβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ διεστραμμένας ἔχων τὰς ὄψεις, ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, παραβλῶπές τ’ ὀφθαλμὼ Ἰλ. Ι. 503, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 361· δεικνὺς τοὺς παραβλῶπας ἐκείνους αὐτοῦ ὀφθαλμούς, τὰ ἀλλοίθωρα ἐκεῖνα’μάτια του, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. (Ἐκ τοῦ παραβλέπω, ὡς τὸ κλὼψ ἐκ τοῦ κλέπτω).

English (Autenrieth)

ωπος (παραβλέπω): looking askance, Il. 9.503†.

Greek Monotonic

παραβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ (παραβλέπω), αυτός που κοιτάζει λοξά, αλλήθωρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παραβλώψ: ῶπος adj. глядящий искоса или вбок, косящий (Λιταὶ παραβλῶπες ὀφθαλμώ Hom.; παραβλῶπες ὀφθαλμοί Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραβλώψ -ῶπος [παραβλέπω] schuin kijkend, scheel.

Middle Liddell

παραβλώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, παραβλέπω
looking askance, squinting, Il.