δηρίω

From LSJ
Revision as of 19:36, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(Moy.<\/b><\/i> )(.*?μαι) " to "$1$2 ")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

German (Pape)

[Seite 568] streiten; Theocrit. 25, 82 ἐδήρισεν, τινὶ περίτινος; Lycophr. 1306 δηρίσοντας, τινί; Orph. Arg. 410 ὄφρ' ἂν ἔγωγε δηρίσω Κείρωνι; vs. 420 δήρισαν. – Depon. δηρίομαι in der Bdtg des activ.: Homer Odyss. 8, 76 ὥς ποτε δηρίσαντο θεῶν ἐν δαιτὶ ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν; Iliad. 17, 734 οὐδέ τις ἔτλη πρόσσω ἀίξας περὶ νεκροῦ δηρίσασθαι, var. lect. δηριάασθαι; in derselben Bdtg wie in diesen Stellen der aorist. med. steht der aorist. passiv. Iliad. 16, 756 τὼ περὶ Κεβριόναο λέονθ' ἃς δηρινθήτην, vgl. ἱδρύνθην ἱδρύω. Euphorio bei Tzetz. Lyc. 440 δηρινθέντες (Meineke Anal. Alex. p. 90); Orph. Lith. 670 δῆρινθῆναι; Apoll. Rh. 2, 16 δηρινθῆναι; 1, 1343 δηρίσασθαι; 4, 1767 δηρίσαντο; das Praes. bei Pind., Ol. 13, 44 δηρίομαι; das futur. bei Theocr., 22, 70 δηρισόμεθα. – Vgl. δηριάομαι, δῆρις, ἀδήριτος.

French (Bailly abrégé)

seul. f. δηρίσω et ao. ἐδήρισα;
lutter;
Moy. δηρίομαι m. sign. ; particul. lutter en paroles, s'injurier mutuellement.
Étymologie: δῆρις.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῐ- en tema de pres., -ῑ- en temas de fut., aor. y perf.]
• Morfología: [v. pas. aor. 3a du. δηρινθήτην Il.16.756, inf. δηρινθῆναι A.R.2.16, Orph.L.676, part. masc. plu. δηρινθέντες Euph.122]
1 combatir, luchar contra, luchar por c. dat. σμίνθοισι Lyc.1306, Ἡρακλῇ Orph.A.418, c. dat. y giro prep. οἱ ... περὶ τιμῆς Theoc.25.82
más frec. en v. med. y med.-pas., c. giro prep. περὶ Κεβριόναο Il.l.c., ἔντεσι ... ἀμφ' Ἀχιλῆος Orph.l.c., c. dat. θηρσὶν φονίοισιν Opp.C.1.52, cf. 2.184, Γηρυονῆϊ Opp.C.2.111
c. ac. int. o adverb. mantener un combate νεῖκος οἷον ὑπὲρ θαλάμοιο δηρίσαντο Opp.C.2.45, ἄκριτα δηρινθέντες Euph.l.c.
2 discutir, disputar, altercar δήρισαν ἀελλοπόδων ὑπὲρ ἵππων Ζεὺς ... καὶ πόντιος Εἰνοσίγαιος Orph.A.1277
más frec. en v. med. ὥς ποτε δηρίσαντο ... ἐκπάγλοις ἐπέεσιν ref. a Odiseo y Aquiles Od.8.76, ἄλλῳ ἀμφ' ἐμεῦ ... δηρίσασθαι altercar con otro en mi defensa A.R.1.1343, cf. AP 15.5.
3 rivalizar, competir en un concurso deportivo, poético o musical, c. περί y gen. σοφίης πέρι Thgn.995, c. part. pred. y dat. Χείρωνι διωλύγιον κιθαρίζων Orph.A.408
más frec. en v. med. y med.-pas., c. dat. (μοι) πυγμαχίῃ ... δηρινθῆναι combatir (conmigo) en el pugilato A.R.2.16, c. dat. y giro prep. δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν Pi.O.13.44, cf. IAphrodisias 3.72.2.20 (III d.C.), ἦ καὶ ἄεθλον ἑτοῖμον ἐφ' ᾧ δηρισόμεθ' ἄμφω; ¿hay algún premio dispuesto por el cual ambos vamos a competir? Theoc.22.70, c. ac. int. ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο A.R.4.1767.

Greek Monotonic

δηρίω: = δηρίομαι, αόρ. αʹ ἐδήρῑσα, σε Θέογν., Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηρίω [δῆρις] meestal med. strijden, twisten.

Russian (Dvoretsky)

δηρίω: преимущ. med. Hom., Pind., Theocr. = δηριάω.