ταχυναυτέω
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
sail fast, Th.6.31,34, Plb.1.23.9, al.; νῆες ταχυναυτοῦσαι Aeschin.3.97; [τριήρεις] -οῦσαι IG22.1623.284 (iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1076] schnell schiffen; Thuc. 6, 31. 34; Pol. 1, 23, 8 u. Sp., wie D. Cass. 36, 4; Luc. amor. 6.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠναυτέω: ταχέως πλέω, ὅπως ἡ ναῦς προέξει τῷ ταχυναυτεῖν Θουκ. 6. 31, 34, Πολύβ., κλπ.· ναῦς ταχυναυτοῦσα Αἰσχίν. 67. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
naviguer ou s'embarquer ou mettre à la voile promptement.
Étymologie: ταχύς, ναύτης.
Greek Monotonic
τᾰχῠναυτέω: μέλ. ταχυναυτήσω, (ναύτης), πλέω γρήγορα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠναυτέω: быстро плыть Aeschin., Polyb., Luc.: προέχειν τῷ τ. Thuc. (о корабле) отличаться быстроходностью.