ἀπονήχομαι
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
escape by swimming, swim away, Plb.16.3.14, Luc. Pisc.50: metaph., τοῦ σώματος escape from .., Plu.2.476a; πόλεως J.BJ2.20.1.
German (Pape)
[Seite 316] wegschwimmen, so daß man entkommt, πρὸς τὴν ναῦν Pol. 16, 3; Luc. Pisc. 50; oft Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονήχομαι: μέλλ. ἀπονήξομαι, ἀποθ., ἐκφεύγω κολυμβῶν, σῴζομαι κολυμβῶν, ἀποκολυμβῶ, ἀπενήξατο πρὸς τὴν ἐπιβοηθοῦσαν αὐτῷ τριημιολίαν Πολύβ. 16. 3, 14, Λουκ. Ἁλ. 50· ἀπό τινος, ἀπονήξασθαι καὶ φυγεῖν μὴ δυνάμενος Πλούτ. 831Ε.
French (Bailly abrégé)
s'échapper à la nage.
Étymologie: ἀπό, νήχομαι.
Spanish (DGE)
huir nadando c. ac. de direc. ἀκτὴν γὰρ κείνην ἀπενήχετο Hedyle SHell.456.5, ἀπενήξατο πρὸς τὴν τριημιολίαν Plb.16.3.14, abs. τοὺς δ' ἀπονηξαμένους συνέλαβε Polyaen.4.7.4
•fig. escaparse c. gen. τοῦ σώματος ὥσπερ ἐφολκίου Plu.2.476a, πόλεως ὥσπερ βαπτιζομένης νεώς I.BI 2.556.
Greek Monolingual
ἀπονήχομαι (Α)
1. ξεφεύγω κολυμπώντας, κολυμπώ μακριά
2. ξεφεύγω.
Greek Monotonic
ἀπονήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., διαφεύγω κολυμπώντας, σώζομαι κολυμπώντας, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονήχομαι:
1) спасаться вплавь, уплывать (πρὸς τὴν ναῦν Polyb.; πάλιν Luc.);
2) выплывать (ἀπονήξασθαί τινος Plut.).