ἔμμορφος
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον, endued with form, ἀρχαί Thphr.Metaph.14; ἄγαλμα Plu.Num.8, cf. 2.362d; ὕλην ἔ. ἀποτελεῖσθαι Plot.5.9.4.
German (Pape)
[Seite 809] mit Gestalt begabt, körperlich, ἄγαλμα, Plut. Num. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμορφος: -ον, ἐν σωματικῇ μορφῇ, Πλουτ. Νουμ. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
revêtu d’une forme, corporel.
Étymologie: ἐν, μορφή.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: ἐνμ- Ps.Archyt.Pyth.Hell.20.9
dotado de forma, informado, corpóreo ἀρχαί, op. ὑλικός Thphr.Metaph.7a.6, ἁ ἐστὼ ... κιναθεῖσα δὲ ποτὶ τὰν μορφὼ ἔ. γίνεται Ps.Archyt.l.c., ὕλη Plot.5.9.4, cf. Epiph.Const.Haer.74.4.4, ἄγαλμα Plu.Num.8, ἔμμορφον εἰκόνα χρὴ νομίζειν τῆς Ὀσίριδος ψυχῆς τὸν Ἆπιν Plu.2.362d, τρία ἔνμορφα de la Trinidad, Ps.Caes.3.54.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔμμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή, σχήμα.
Greek Monotonic
ἔμμορφος: -ον (ἐν, μορφή), υλική, σωματική μορφή, σχηματισμένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔμμορφος: облеченный в образ: ἄγαλμα ἔμμορφον Plut. вещественное изображение.