δικογραφία

From LSJ
Revision as of 22:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκογρᾰφία Medium diacritics: δικογραφία Low diacritics: δικογραφία Capitals: ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: dikographía Transliteration B: dikographia Transliteration C: dikografia Beta Code: dikografi/a

English (LSJ)

ἡ, composition of forensic speeches, Isoc.15.2.

German (Pape)

[Seite 629] ἡ, Isocr. 15, 2, das Schreiben von Proceßredensür Andere.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκογρᾰφία: ἡ, ἡ σύνθεσις δικανικῶν λόγων, Ἰσοκρ. 310Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
plaidoyer rédigé pour autrui.
Étymologie: δίκη, γράφω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
composición de discursos forenses para otros, oratoria forense Isoc.15.2, cf. Philostr.VS 497.

Greek Monolingual

η (Α δικογραφία) δικογράφος
νεοελλ.
το σύνολο τών επίσημων εγγράφων δικαστικής υποθέσεως
αρχ.
σύνταξη δικαστικών λόγων.

Greek Monotonic

δῐκογρᾰφία: ἡ (γράφω), σύνθεση δικανικών λόγων, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκογρᾰφία:составление судебных речей Isocr.

Middle Liddell

δῐκο-γρᾰφία, ἡ, n γράφω
the composition of lawspeeches, Isocr.