ὕδρος
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ὁ, (ὕδωρ) A water-snake, Coluber natrix, Il.2.723, Hdt.2.76, Arist.HA487a23, 508b1; λευκὸς ὡς ὕδρου γαστήρ Call.Iamb.1.218 ( = εἶδος δράκοντος, Sch. in mg.). II a small water-animal, = φαλάγγιον or σαῦρος, Artem.4.56. III the constellation Hydra, Eudox. ap. Hipparch.2.2.13. (Cf. Skt. udrás, OE. oter 'otter'.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
serpent d’eau, hydre.
Étymologie: cf. ὕδρα.
Greek (Liddell-Scott)
ὕδρος: ὁ, (ὕδωρ) ὡς τὸ ὕδρα, ὄφις διαιτώμενος ἐν ὕδασι, «νεροφίδα», Coluber natrix, Ἰλ. Β. 723, Ἡρόδ. 2. 76, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 14., 2. 17, 23. ΙΙ. ὑδρόβιόν τι ζῷον μικρόν, «τὰ δὲ μικρά, ὡς φαλάγγια καὶ ὕδροι καὶ σαῦροι» Ἀρτεμίδ. 4. 56.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ὕδρος: ὁ (ὕδωρ) όπως το ὕδρα, νερόφιδο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὕδρος: ὁ водяная змея или уж Hom., Batr., Her., Arst.