εὔχροια
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
Ion. εὐχροίη, ἡ, goodness of complexion, fresh and healthy look, Hp.Coac.67, Arist.HA584a14, Thphr.Sud.39, Dsc.Eup.1.105, Aret.SA2.4.
German (Pape)
[Seite 1110] ἡ, gute, gesunde Farbe, gutes Aussehen, Hippocr.; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχροια: Ἰων. εὐχροίη, ἡ, καλὴ χροιά, ζωηρὰ καὶ ὑγιεινὴ ὄψις, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 127Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4. 5, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α εὔχροια και ιων. τ. εὐχροίη) εύχρους
καλή χροιά, ωραιότητα του προσώπου, ευχρωμία, υγιές χρώμα.
Russian (Dvoretsky)
εὔχροια: ἡ хороший цвет кожи, цветущий вид Arst.