βολαῖος
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
α, ον, (βολή) violent, θύννος Trag.Adesp.391, cf. Eust. 1404.52.
German (Pape)
[Seite 452] θύννος, ungestüm. Plut. Lucull. 1, aus einem Dichter.
Greek (Liddell-Scott)
βολαῖος: -α, -ον, (βολὴ) σφοδρός, βίαιος, Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκούλλ. 1.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui frappe violemment;
2 pris d'un coup de filet, pris dans un filet.
Étymologie: βολή.
Spanish (DGE)
-α, -ον
impetuoso, impulsivo θύννος Trag.Adesp.391, Eust.1404.52, χωλὸν βολαίας τη E.Fr.147.31Au.
Greek Monolingual
βολαίος, -α -ον (Α) βόλος
ορμητικός, βίαιος.
Greek Monotonic
βολαῖος: -α, -ον (βολή), σφοδρός, βίαιος, σε Τραγ. παρά Πλουτ.
Russian (Dvoretsky)
βολαῖος: стремительный, порывистый (θύννος ap. Plut.).