πανασκηθής
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
πανασκηθές, all-unharmed, Hsch.
German (Pape)
[Seite 457] ές, ganz unversehrt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνασκηθής: -ές, ὁ κατὰ πάντα ἀσκηθής, οὐδεμίαν βλάβην παθών, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
πανασκηθής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δεν υπέστη καμία βλάβη, ακέραιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀσκηθής «ασφαλής, αβλαβής»].