περιβαρίδες

From LSJ
Revision as of 21:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβᾱρίδες Medium diacritics: περιβαρίδες Low diacritics: περιβαρίδες Capitals: ΠΕΡΙΒΑΡΙΔΕΣ
Transliteration A: peribarídes Transliteration B: peribarides Transliteration C: perivarides Beta Code: peribari/des

English (LSJ)

αἱ, (βᾶρις) a sort of women's shoes, Ar.Lys.45, Theopomp.Com.52, Cephisod.4:—also περίβᾱρα, τά, Poll.7.94, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 570] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιβᾱρίδες -ων, αἱ [περί, βαρύς] peribarides (een soort damesschoenen).

Russian (Dvoretsky)

περιβᾱρίδες: ίδων (ῐ) αἱ (женские) башмаки Arph.

Greek Monolingual

αἱ, Α
είδος γυναικείων υποδημάτων, λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την πρόθεση περί (πρβλ. περισκελίδες). Αμφίβολη όμως παραμένει η προέλευση του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. βᾶρις «είδος αιγυπτιακού πλοίου»].

Greek (Liddell-Scott)

περιβᾱρίδες: -αἱ, (βᾶρις) ὑποδημάτων εἶδος, κυρίως γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, Πολυδ. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl.
Meaning: kind of womens shoes (Com.).
Other forms: also περίβαρα n. pl. id. (Poll., H., Phot.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like περισκελίδες foot-clasps, -rings, but further unclear foreign word. Comically after βᾶρις Egypt. name of a ship ? Illyrian hypothesis, to ne rejected, by v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.

Frisk Etymology German

περιβαρίδες: {peribārídes}
Forms: auch περίβαρα n. pl. ib. (Poll., H., Phot.).
Grammar: f. pl.
Meaning: Art Frauenschuhe (Kom.);
Etymology: Bildung wie περισκελίδες ‘Fuß-spangen, -ringe’, aber sonst dunkles Fremdwort. Scherzhaft nach βᾶρις ägypt. Ben. eines Nachens ? Abzulehnende illyrische Hypothese bei v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.
Page 2,513

English (Woodhouse)

woman's shoes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)