Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιγραφικός

From LSJ
Revision as of 13:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγρᾰφικός Medium diacritics: περιγραφικός Low diacritics: περιγραφικός Capitals: ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟΣ
Transliteration A: perigraphikós Transliteration B: perigraphikos Transliteration C: perigrafikos Beta Code: perigrafiko/s

English (LSJ)

περιγραφική, περιγραφικόν, indicating a conclusion, σύνδεσμοι prob. in A.D.Conj.253.18.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιγραφικός, -ή, -όν, ΝΑ περιγραφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή
νεοελλ.
1. ο ικανός να αποδίδει με ενάργεια και ζωντάνια τις εικόνες τών πραγμάτων, παραστατικός («περιγραφικό ύφος»)
2. αυτός που περιγράφεται με ζωντάνια και παραστατικότητα
3. αυτός που δεν διεισδύει στην ουσία ενός πράγματος ή φαινομένου, που δεν εμβαθύνει σε κάτι, επιφανειακός
4. φρ. α) «περιγραφική γλωσσολογία» γλωσσ. μορφή του γλωσσικού δομισμού ή στρουκτουραλισμού, που αναπτύχθηκε κυρίως στην αμερικανική ήπειρο μετά τον Μπλούμφηλντ και η οποία χρησιμοποιεί ως αποκλειστική μέθοδο ανάλυσης τών γλωσσικών φαινομένων την περιγραφή
β) «περιγραφική γεωμετρία»
μαθημ. η παραστατική γεωμετρία
γ) «περιγραφική μετεωρολογία»
(μετεωρ.) το σύνολο τών βασικών αρχών της μετεωρολογίας και τών επιστημών της ατμόσφαιρας που αναλύονται με περιγραφικό παρά με θεωρητικό ή δυναμικό τρόπο
αρχ.
αυτός που δηλώνει ένα συμπέρασμα, συμπερασματικός.
επίρρ...
περιγραφικώς / περιγραφικῶς ΝΑ και περιγραφικά Ν
1. με περιγραφή
2. κατά τρόπο περιγραφικό.