περιβιάζομαι

From LSJ
Revision as of 08:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβῐάζομαι Medium diacritics: περιβιάζομαι Low diacritics: περιβιάζομαι Capitals: ΠΕΡΙΒΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: peribiázomai Transliteration B: peribiazomai Transliteration C: periviazomai Beta Code: peribia/zomai

English (LSJ)

use great force, Aesop.103: c. acc., do violence to, τὴν φύσιν Gal.17(2).177.

French (Bailly abrégé)

déployer une grande force.
Étymologie: περί, βιάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιβιάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, ἐπειδὴ δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.

Greek Monolingual

Α
1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι
2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βιάζω / -ομαι (< βία)].

Russian (Dvoretsky)

περιβιάζομαι: напрягать все силы Aesop.