πισσώδης
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
Att. πιττ-, εως, like pitch, χρῶμα Arist.HA587a32; thick as pitch, Thphr.HP3.1.6; ὑγρότης ib.1.12.2: Sup., ib.9.2.2.
German (Pape)
[Seite 619] ες, pechartig, voll Pech; Arist. H. A. 9, 10; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
πισσώδης: атт. πιττώδης 2 похожий на смолу, смолистый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πισσώδης: -ες, Ἀττικ. πιττ-, ες, (εἶδος) ὅμοιος πίσσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 5˙ ΙΙ. ὁ παρέχων πίσσαν, πεύκη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-ες, ΝΑ, και αττ. τ. πιττώδης, -ῶδες, Α πίσσα
1. ο όμοιος με πίσσα («χρῶμα δὲ τούτου αἱματῶδες καὶ σφόδρα μέλαν καὶ πιττῶδες», Αριστοτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος πίσσα
3. αυτός που είναι πυκνός, παχύρρευστος σαν την πίσσα.