πλοώδης
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ες, swimming, floating: metaph., loose, slack, κληΐς Hp. Art.14.
German (Pape)
[Seite 638] ες, schwimmend, und übertr., irrend, schwankend, unstät, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πλοώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐπιπλέων· μεταφ., χαλαρός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἴδε Foës Oecon.
Greek Monolingual
-ες, Α πλόος / πλούς]
1. αυτός που πλέει, που επιπλέει
2. μτφ. ασταθής, χαλαρός («πλοώδης κληΐς» — χαλαρός σύρτης πόρτας, Ιπποκρ.).