πολυνιφής
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
ές, deep with snow, δρία E.Hel. 1326 (lyr.):—also πολύ-νῐφος, ον, EM7.9.
German (Pape)
[Seite 667] ές, viel od. sehr beschnei't, πέτρινα δρία, Eur. Hel. 1326.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout couvert de neige.
Étymologie: πολύς, νίφω.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠνῐφής: -ές, ὁ πολὺ νιφόμενος, πλήρης χιόνων, Εὐρ. Ἑλ. 1326· ― πολύνῐφος, ον, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 9, πρβλ. ἀγάννιφος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πολλά χιόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νιφής (< νίφα, ποιητ. αιτ. του νίψ «χιόνι»), πρβλ. ακρο-νιφής].
Greek Monotonic
πολῠνῐφής: -ές (νίφω), αυτός που έχει μεγάλο βάθος σε χιόνι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολυνῐφής: покрытый глубоким снегом, весь в снегу (πέτρινα δρία Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυνιφής -ές [πολύς, νίφω] sneeuwrijk.