πολύρροδος
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ον, abounding in roses, λειμῶνες Ar.Ra.449 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plein de roses.
Étymologie: πολύς, ῥόδον.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρροδος: -ον, (ῥόδον) ὁ ἔχων ἀφθονίαν ῥόδων, λειμὼν Ἀριστοφ. Βάτρ. 548.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά ρόδα, πολλά τριαντάφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόδον (πρβλ. φοινικό-ρροδος].
Greek Monotonic
πολύρροδος: -ον, άφθονος σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πολύρροδος: обильно поросший розами (λειμών Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρροδος -ον [πολύς, ῥόδον] rijk aan rozen.
Middle Liddell
πολύρ-ροδος, ον, ῥόδον
abounding in roses, Ar.