προμετρητής

From LSJ
Revision as of 09:59, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμετρητής Medium diacritics: προμετρητής Low diacritics: προμετρητής Capitals: ΠΡΟΜΕΤΡΗΤΗΣ
Transliteration A: prometrētḗs Transliteration B: prometrētēs Transliteration C: prometritis Beta Code: prometrhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, a servant of the μετρονόμοι, IG22.1672.291, Hyp.Fr.191, Din.Fr.16.4; = mensor, Gloss.

German (Pape)

[Seite 734] ὁ, Vormesser, Unterbeamter der μετρονόμοι, Harpocr. aus Hyperid. u. Din.; vgl. B. A. 290.

Greek (Liddell-Scott)

προμετρητής: ὁ, «ὁ τοὺς πιπρασκομένους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν, καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων, προμετρητὴς ἐκαλεῖτο» Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. Ἁρποκρ. καὶ Φώτ. ἐν λ., Λεξικ. Ρητ. σ. 290 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τοὺς πιπρασκομὲνους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων προμετρητὴς ἐκαλεῖτο».