σκυλακευτικός

From LSJ
Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰκευτικός Medium diacritics: σκυλακευτικός Low diacritics: σκυλακευτικός Capitals: ΣΚΥΛΑΚΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: skylakeutikós Transliteration B: skylakeutikos Transliteration C: skylakeftikos Beta Code: skulakeutiko/s

English (LSJ)

σκυλακευτική, σκυλακευτικόν, of or for puppies, Ph.1.202.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, -ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. -ευτικός, πιθ. κατ' επίδραση του ρ. σκυλακεύω.